αγανοφροσυνη

αγανοφροσυνη
    ἀγανοφροσύνη
    ἀγᾰνοφροσύνη
    ἥ ласковость, кротость Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγανοφροσυνη" в других словарях:

  • αγανοφροσύνη — ἀγανοφροσύνη, η (Α) [ἀγανόφρων] καλή συμπεριφορά, ηπιότητα, γλυκύτητα, ευγένεια …   Dictionary of Greek

  • ἀγανοφροσύνη — gentleness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανοφροσύνῃ — ἀγανοφροσύνη gentleness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανοφροσύνην — ἀγανοφροσύνη gentleness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανοφροσύνης — ἀγανοφροσύνη gentleness fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»